- φάσηλος
- ὁ, Αη φασολιά και ο καρπός της («κυάμους καὶ φασήλους χλωρούς», Αθήν.)2. παλαιό μεταγωγικό πλοίο που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην Αίγυπτο και που στον αρχικό του τύπο ήταν μικρό και κατασκευασμένο από καλάμι και πάπυρο, ενώ αργότερα αυξήθηκε σε μέγεθος, με ιστιοφορία και πολλά κουπιά.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από κάποια γλώσσα όχι απαραίτητα ινδοευρωπαϊκή, αφού άλλωστε και το φυτό αυτό προέρχεται από τις θερμές μεσογειακές περιοχές. Η λ. θα μπορούσε ίσως, από μορφολογική και σημασιολογική άποψη, να έχει κάποια σχέση με τη λ. φακός και τους άλλους συγγενείς τ. (βλ. λ. φακός). Τη λ., τέλος, δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. phasēlus)].
Dictionary of Greek. 2013.